- ὑπόσεισμα
- ὑπόσεισμα, ατος, τό,A dust, crumbs, τοῦ τεθραυσμένου κατὰ τὰ φορτία λιβάνου, = μάννα 1, Aët. 7.40;
ὑ. λιβανωτοῦ Gal.10.887
, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑ. λιβανωτοῦ Gal.10.887
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.